χρωμιδρωσία

χρωμιδρωσία
η, Ν
ιατρ. έκκριση χρωματιστού ιδρώτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chromidrosis / chromhidrosis (< χρώμα + ίδρωση «εφίδρωση»). Η λ., στον λόγιο τ. χρωμίδρωσις, μαρτυρείται από το 1896 στο περιοδικό Ιατρική Πρόοδος Σύρου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χρωμαθιδρωτία — η, Ν ιατρ. (παλ. όρος) η χρωμιδρωσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρώμα, ατος + ιδρώτας + κατάλ. ία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”